- ἀπόρησα
- ἀ̱πόρησα , ἀπορέωaor ind act 1st sg (doric aeolic)ἀπορέωaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπορησασῶν — ἀπορησᾱσῶν , ἀπορέω aor part act fem gen pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορησάσης — ἀπορησά̱σης , ἀπορέω aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορήσας — ἀπορήσᾱς , ἀπορέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορήσασα — ἀπορήσᾱσα , ἀπορέω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορήσασι — ἀπορήσᾱσι , ἀπορέω aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορήσασιν — ἀπορήσᾱσιν , ἀπορέω aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορώ — απορώ, απόρησα, απορημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: απορώ : η μτχ. απορημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ γεμάτος απορία, αμηχανία, έκπληξη) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής